ὁλοκληρία

ὁλοκληρία
ὁλοκληρία, ας, ἡ (ὁλόκληρος; Chrysipp. [Stoic. III 33]; Plut., Mor. 1041e; 1047e τοῦ σώματος; 1063f ὑγεία καὶ ὁλ.; Diog. L. 7, 107; SIG 1142, 2 [I/II A.D.] ὁλ. τῶν ποδῶν; POxy 123, 6; 1478, 3; BGU 948, 4 w. ὑγία; Is 1:6 v.l.) state of soundness or well-being in all parts, wholeness, completeness: of the healing of a lame man ἡ πίστις … ἔδωκεν αὐτῷ τὴν ὁλ. ταύτην faith … has given him this perfect health Ac 3:16. ADebrunner, Philol. 95, ’42, 174–76.—DELG s.v. ὅλο. M-M. TW. Spicq.

Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ὁλοκληρία — ὁλοκληρίᾱ , ὁλοκληρία completeness fem nom/voc/acc dual ὁλοκληρίᾱ , ὁλοκληρία completeness fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁλοκληρίᾳ — ὁλοκληρίαι , ὁλοκληρία completeness fem nom/voc pl ὁλοκληρίᾱͅ , ὁλοκληρία completeness fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ολοκληρία — η (ΑΜ ὁλοκληρία) [ολόκληρος] νεοελλ. φρ. «καθ ολοκληρίαν» εντελώς, εξ ολοκλήρου μσν. αρχ. η ολότητα, το πλήρες, το σύνολον, η ακεραιότητα σε όλα τα μέρη, η πληρότητα («μέρους τινός ὑποσπωμένου ἐκ τῆς κατὰ γένος ὁλοκληρίας», Ευστ.) …   Dictionary of Greek

  • ὁλοκληρίας — ὁλοκληρίᾱς , ὁλοκληρία completeness fem acc pl ὁλοκληρίᾱς , ὁλοκληρία completeness fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁλοκληρίαν — ὁλοκληρίᾱν , ὁλοκληρία completeness fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁλοκληρίαις — ὁλοκληρία completeness fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • целость — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;}  сущ. (греч. ὁλοκληρία) здоровье.       … …   Словарь церковнославянского языка

  • μαγνήτης — Έτσι ορίζεται οποιοδήποτε σώμα ικανό να έλκει σιδηρομαγνητικά υλικά. Η ιδιαίτερη συμπεριφορά των φυσικών μαγνητικών υλικών (Fe3O4) ήταν γνωστή από τα αρχαιότατα χρόνια και οι Κινέζοι χρησιμοποιούσαν ήδη από τα προχριστιανικά χρόνια την ιδιότητα… …   Dictionary of Greek

  • Ουκρανία — Κράτος της ανατολικής Ευρώπης. Συνορεύει Δ με την Πολωνία, Β με τη Λιθουανία, ΒΑ με τη Ρωσία, ΝΔ με τη Σλοβακία, την Ουγγαρία, τη Ρουμανία και τη Μολδαβία, και στα Ν βρέχεται από την Αζοφική και από τη Μαύρη θάλασσα (Εύξεινο Πόντο).Ο. σημαίνει… …   Dictionary of Greek

  • ԱՌՈՂՋՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 1 0311 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 6c, 8c, 10c, 12c գ. ὐγίεια sanitas, ὀλοκληρία integritas Առողջն գոլ, եւ առողջանալն. ունելն կամ ընդունելն զբարեխառն վիճակ անախտութեան եւ ամբողջութեան մարմնոյ. ... *Քան… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”